- ῥοπαλοειδής
- ῥοπαλο-ειδής, ές, keulenähnlich, keulenartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ῥοπαλοειδής — like a club masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροπαλοειδής — ές / ῥοπαλοειδής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα ροπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλο(ν) + ειδής*] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κορυνιόεις — κορυνιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. τού κορωνιόεις] … Dictionary of Greek
κορυνοειδής — ές αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
πλουμπάγγο — Ημιαναρριχώμενος θάμνος της οικογένειας των πλουμβαγινιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Λέγεται και μολύβδαινα. Έχει φύλλα γλαυκόχροα, ωοειδή ή αντωοειδή, με μικρό μίσχο και άνθη κυανίζοντα ή μολυβιά, με στεφάνη… … Dictionary of Greek